ενδεικτικός

ενδεικτικός
η , ό[ν] показательный, показывающий, указывающий на...; служащий признаком, означающий;

αυτό είναι πολύ ενδεικτικό — это очень показательно;

σημεία ενδεικτικά βελτιώσεως — наглядные признаки улучшения;

§ ενδεικτική έγκλισις — грам, изъявительное наклонение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ενδεικτικός" в других словарях:

  • ἐνδεικτικός — probative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδεικτικός — ή, ό (AM ἐνδεικτικός, ή, όν) αυτός που παρέχει ενδείξεις για κάτι, που φανερώνει κάτι («η χθεσινή δήλωση είναι ενδεικτική τών προθέσεών του», «φιλίας ἐνδεικτικόν») νεοελλ. 1. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδεικτικό σχολικό επίσημο έγγραφο το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ενδεικτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που δίνει ενδείξεις, που φανερώνει, χαρακτηριστικός: Η σιωπή του είναι ενδεικτική της ενοχής του. 2. το ουδ. ως ουσ., ενδεικτικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνδεικτικά — ἐνδεικτικός probative neut nom/voc/acc pl ἐνδεικτικά̱ , ἐνδεικτικός probative fem nom/voc/acc dual ἐνδεικτικά̱ , ἐνδεικτικός probative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδεικτικώτερον — ἐνδεικτικός probative adverbial comp ἐνδεικτικός probative masc acc comp sg ἐνδεικτικός probative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδεικτικῶν — ἐνδεικτικός probative fem gen pl ἐνδεικτικός probative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδεικτικόν — ἐνδεικτικός probative masc acc sg ἐνδεικτικός probative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… …   Dictionary of Greek

  • ἐνδεικτικοῖς — ἐνδεικτικός probative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδεικτικοί — ἐνδεικτικός probative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδεικτικοῦ — ἐνδεικτικός probative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»